συναγώγι

συναγώγι
το
η χάβρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναγώγι — το / συναγώγιον ΝΜΑ, και συναγώι Ν [συναγωγός] ο τόπος τής κοινής προσευχής τών Ιουδαίων, η συναγωγή, η χάβρα νεοελλ. φρ. «εβραίικο συναγώ (γ)ι» συγκέντρωση ανθρώπων που θορυβούν ή συζητούν όλοι μαζί και χωρίς τάξη αρχ. 1. συμπόσιο που γίνεται με …   Dictionary of Greek

  • συναγώγιον — τὸ, ΜΑ βλ. συναγώγι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”